- διάμορφος
- διάμορφος, ον,A endued with various forms, Emp.21.7.II διάμορφον, = μανδραγόρας, prob. in I.s.-Dsc.4.75.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάμορφος — διάμορφος, ον (Α) με ποικίλες μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μορφος < μορφή (πρβλ. εύμορφος, δύσμορφος)] … Dictionary of Greek
διάμορφον — διάμορφος endued with various forms masc/fem acc sg διάμορφος endued with various forms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάμορφα — διάμορφος endued with various forms neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek